Πώς επηρεάζονται δάνεια και καταθέσεις από τις μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ
Σε ταχύτερη πτωτική τροχιά μπαίνουν τα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων μετά τη νέα μείωση επιτοκίων της ΕΚΤ αυτή την εβδομάδα.
Αυτό σηματοδοτεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά, από τον Δεκέμβριο του 2011, η ΕΚΤ προχώρησε σε δύο απανωτές μειώσεις επιτοκίων, μειώνοντας συνολικά κατά μισή ποσοστιαία μονάδα τα επιτόκια του ευρώ μέσα σε ένα μήνα (12/9 – 17/10), ενώ πολύ πιθανή εκτιμάται νέα μείωση και στην επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 12 Δεκεμβρίου.
Οι μειώσεις επιτοκίων αναμένεται να συνεχιστούν και στη διάρκεια του 2025, με ορίζοντα το 2%, ίσως και το 1,75%, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός δείχνει να κινείται ταχύτερα προς τον στόχο του 2%.
Αυτό σημαίνει ότι εφεξής θα γίνουν αισθητές οι μειώσεις επιτοκίων για δανειολήπτες και καταθέτες. Με την επισήμανση, ωστόσο, ότι οι μειώσεις επιτοκίων στις οποίες θα προχωρούν οι τράπεζες θα καθορίζονται και από την προσφορά και ζήτηση, όπως συμβαίνει με την διαμόρφωση των τιμών όλων των προϊόντων και υπηρεσιών.
Για παράδειγμα, η μεγάλη προσφορά καταθέσεων και η υπερεπάρκεια ρευστότητας των τραπεζών, ήταν ο λόγος που οι τράπεζες δεν πλήρωναν υψηλότερα επιτόκια στις καταθέσεις, καθώς δεν χρειάζονταν ρευστότητα. Στα δάνεια, η αυξημένη ζήτηση, η οποία όμως δεν συνοδεύεται πάντα από υψηλά στάνταρντ φερεγγυότητας των υποψήφιων δανειοληπτών, κρατάει υψηλά τα επιτόκια.
Αν και στο σκέλος των επιχειρηματικών δανείων, τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ και πόρους των τραπεζών (υπερβάλλουσα ρευστότητα που πρέπει να διοχετεύσουν στην οικονομία) δημιουργούν μεγάλο ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών, μειώνοντας σημαντικά τα επιτόκια.
Ξεκινώντας από τους καταθέτες, οι εφεξής μειώσεις επιτοκίων δεν θα είναι επιθετικές, δεδομένου ότι καμία τράπεζα δεν θα ήθελε να χάσει πελάτες από τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, οι παραδοσιακές καταθέσεις έχουν χάσει εδώ και καιρό τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην αποταμίευση. Οι αποταμιευτές έχουν κατανοήσει ότι οι αποδόσεις δεν βρίσκονται πλέον στις απλές καταθέσεις και έτσι, τους τελευταίους μήνες 6,5 δισ. ευρώ έχουν τοποθετηθεί σε αμοιβαία κεφάλαια και άλλα 4,5 δισ. ευρώ σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου.
Τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ (Αύγουστος 2024) έδειξαν ότι το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων καταθέσεων ανερχόταν στο 0,54%, από 0,57% τον Ιούλιο, με τα μέσα επιτόκια των καταθέσεων μίας ημέρας (ταμιευτήριο) και προθεσμιακών καταθέσεων διάρκειας έτους από νοικοκυριά, να παραμένουν σχεδόν αμετάβλητα στο 0,04% και 1,88% αντίστοιχα.
Σημειώνεται ότι το επιτόκιο ταμιευτηρίου είναι συμβολικό, καθώς αφορά στην συντριπτική πλειοψηφία καταθέσεις του χιλιάρικου και οι ελληνικές τράπεζες δεν το ανατιμολόγησαν ούτε στα αρνητικά επίπεδα των ευρωπαϊκών επιτοκίων (μειώνοντας δηλ. τα επιτόκια ταμιευτηρίου υπό το μηδέν όπως έκαναν οι άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες που ουσιαστικά πληρώνονταν από τους καταθέτες για την φύλαξη των χρημάτων τους), ούτε αργότερα στα υψηλά τους.
Στις καταθέσεις προθεσμίας, τα επιτόκια που δίνουν τώρα οι τράπεζες κινούνται στο 1,50% – 2% για μεγάλα ποσά, ενώ τα εναλλακτικά προϊόντα που βασίζονται σε ομόλογα δίνουν αποδόσεις που σχεδόν αγγίζουν το 3%.
Σε ό,τι αφορά τους δανειολήπτες, τα επιτόκια όλων των δανείων δανειοληπτών, τα οποία έχουν συναφθεί σε κυμαινόμενο επιτόκιο αναπροσαρμόζονται αυτόματα προς τα κάτω, υποχωρώντας ισόποσα με κάθε μείωση της ΕΚΤ.
Τη μείωση αυτή δεν θα δουν οι δανειολήπτες στεγαστικών δανείων. Και αυτό γιατί οι τράπεζες έχουν «παγώσει» τα επιτόκια των δανείων τους, με ημερομηνία αναφοράς την 31η Μαρτίου 2023. Το «πάγωμα» έγινε, μάλιστα, κατά 20 μονάδες βάσης χαμηλότερα από τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν το επιτόκιο βάσης (Euribor μηνός και τριμήνου, SARON – Libor για το ελβετικό φράγκο, επιτόκιο EKΤ κ.λπ.) στις 31.3.2023.
Το «πάγωμα» ενεργοποιήθηκε στις 2 Μαΐου 2023 με ισχύ για ένα έτος, ενώ οι τράπεζες αποφάσισαν την παράτασή του για ένα ακόμη έτος, μέχρι τον Απρίλιο του 2025. Αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο που θα ισχύσει μέχρι τότε για τον εκτοκισμό των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο είναι: 2,70% Euribor μηνός, 2,85% Euribor τριμήνου, 1,20% SARON (για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο). Δηλαδή, επιτόκια χαμηλότερα από το μειωμένο επιτόκιο της ΕΚΤ, τα οποία θα μειωθούν περαιτέρω όταν το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ βρεθεί χαμηλότερα από αυτά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τον Αύγουστο 2024 το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 4,46%. Σημειώνεται ότι οι τράπεζες έχουν διαμορφώσει χαμηλότερα και τα σταθερά επιτόκια στεγαστικών δανείων, σε επίπεδα, μάλιστα, κάτω του 3% για περίοδο 1 – 5 ετών, για ζευγάρια ηλικίας έως 40 – 50 ετών.
Οι δανειολήπτες σταθερών επιτοκίων μπορούν να τα μετατρέψουν σε κυμαινόμενου επιτοκίου, όποτε το κρίνουν συμφέρον για να μειώσουν την μηνιαία δόση. Σημειώνεται ότι σε σταθερά επιτόκια έχουν συναφθεί περίπου το 90% των νέων στεγαστικών δανείων, προκειμένου να αποφύγουν την αβεβαιότητα και τις συνεχείς επιβαρύνσεις των συνεχών αυξήσεων επιτοκίων της ΕΚΤ στις δόσεις των δανείων.
Οι μειώσεις επιτοκίων θα έρθουν και στα καταναλωτικά (το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 12,44% τον Αύγουστο) και επιχειρηματικά δάνεια. Ειδικά στα επιχειρηματικά, ο ανταγωνισμός μεταξύ τραπεζών λειτουργεί ήδη πτωτικά στα επιτόκια.
Τον Αύγουστο, το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε στο 5,58% και στο 5,67% για μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
To άρθρο Πώς επηρεάζονται δάνεια και καταθέσεις από τις μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ δημοσιεύτηκε στο NewsIT .