Με αποχώρηση από τις συνομιλίες απειλεί ο Λούλα Ε.Ε. και Mercosur
Τελεσίγραφο σε Ε.Ε. και κράτη του Mercosur να οριστικοποιήσουν μία εμπορική συμφωνία ως το τέλος τρέχοντος μηνός έδωσε σήμερα ο Βραζιλιάνος Πρόεδρος Λουίς Ινάσιο Λούλα Ντα Σίλβα.
Προειδοποίησε πως θα αποσύρει τη συμμετοχή της χώρας του από τις 25ετείς (!) διαπραγματεύσεις, έπειτα από τις νεότερες αποφάσεις των κυβερνήσεων Ιταλίας και Γαλλίας πως δεν είναι έτοιμες να υποστηρίξουν την επίτευξη μίας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου.
Brazil threatens to abandon Mercosur-EU deal as Italy, France seek delay https://t.co/BwQlhkLSQV https://t.co/BwQlhkLSQV
— Reuters Politics (@ReutersPolitics) December 17, 2025
«Αν δεν το κάνουμε τώρα, η Βραζιλία δεν θα υπογράψει αυτήν τη συμφωνία όσο είμαι Πρόεδρος» ξεκαθάρισε ο Λούλα στη διάρκεια του σημερινού υπουργικού συμβουλίου, επικαλούμενος τις μεγάλες παραχωρήσεις που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση.
Κατέληξε δε πως «αν πουν όχι, θα είμαστε σκληροί μαζί τους στο εξής».
Οι απειλές του Βραζιλιάνου ηγέτη θορύβησαν την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ε.Ε., Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που ανακοίνωσε απόψε πως για το σκοπό αυτό θα μεταβεί το ερχόμενο Σαββατοκύριακο στη Βραζιλία με την προσδοκία πως θα καταφέρει να πείσει τον Πρόεδρο Λούλα να κάνει λίγη ακόμη…υπομονή.
Mercosur deal between the EU and Latin American countries has been 20 years in the making. European Commission President Ursula von der Leyen is due to travel to Brazil this weekend to sign off on the agreement. However, Italian Prime Minister Giorgia Meloni [@GiorgiaMeloni] said… pic.twitter.com/y6ZsqKV0Bg
— TVP World (@TVPWorld_com) December 17, 2025
Ατέρμονα παζάρια
Οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία εμπορίου μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Mercosur ξεκίνησαν το 2000. Έκτοτε πέρασαν από φάσεις αναστολής και επανεκκίνησης, μέχρι να επιτευχθεί πολιτική συμφωνία πολλά χρόνια αργότερα.Το Δεκέμβριο του 2024 οι δύο πλευρές ανακοίνωσαν κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία για τη δημιουργία ζώνης ελεύθερων συναλλαγών, η οποία όμως συνιστά ένα από τα στάδια μίας διμερούς ευρύτερης εμπορικής συμφωνίας.
Οι βασικοί λόγοι καθυστέρησης της συμφωνίας Ε,Ε–Mercosur είναι περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί, με κεντρικό θέμα την αποψίλωση του Αμαζονίου και τις επιπτώσεις στον ευρωπαϊκό αγροτικό τομέα. Η συνδυασμένη αντίσταση κρατών–μελών (ιδίως της Γαλλίας) και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών έχει κάνει την κύρωση πολιτικά δύσκολη, παρά την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης του κειμένου.Πρωταρχικός λόγος είναι ο φόβος ότι η συμφωνία θα ενισχύσει τις εξαγωγές βοδινού, σόγιας και άλλων αγροτικών προϊόντων από τη Νότια Αμερική, ενθαρρύνοντας περαιτέρω αποψίλωση του Αμαζονίου και απώλεια βιοποικιλότητας. Η ΕΕ έχει υιοθετήσει νέο κανονισμό κατά της αποψίλωσης και ζητά πρόσθετες, δεσμευτικές εγγυήσεις από τα κράτη της Mercosur, κάτι που αυτά θεωρούν ότι περιορίζει την πρόσβασή τους στην ευρωπαϊκή αγορά.

Γάλλοι και άλλοι Ευρωπαίοι αγρότες φοβούνται ότι φθηνότερα προϊόντα από Mercosur, παραγόμενα με χαμηλότερα περιβαλλοντικά και υγειονομικά πρότυπα, θα πιέσουν τις τιμές και θα πλήξουν τον ευρωπαϊκό αγροτικό τομέα. Γι’ αυτό χώρες όπως η Γαλλία ζητούν «ρήτρες διασφάλισης», «ρήτρες καθρέπτη» (mirror clauses) για ίδιους κανόνες σε φυτοφάρμακα και πρότυπα, και αυστηρότερους ελέγχους στα σύνορα πριν εγκρίνουν τη συμφωνία.
Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και σε ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υπάρχει ανησυχία ότι η συμφωνία μπορεί να υπονομεύσει τους στόχους της ΕΕ για το κλίμα και να οδηγήσει σε «κούρσα προς τα κάτω» στα πρότυπα υγείας και περιβάλλοντος. Βουλευτές και οργανώσεις ζητούν είτε παραπομπή της συμφωνίας στο Δικαστήριο της ΕΕ για έλεγχο συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο είτε ουσιαστικές τροποποιήσεις, κάτι που επιμηκύνει τη διαδικασία και μεταθέτει συνεχώς την τελική κύρωση.
Από την άλλη πλευρά, η Βραζιλία έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν αποδέχεται μονομερή «πρωτόκολλα προσθήκης» από την ΕΕ που συνδέουν τη συμφωνία με τον κανονισμό για την αποψίλωση ή επιβάλλουν επιπλέον δεσμεύσεις σε γεωργία και κτηνοτροφία. Η Αργεντινή, ιδίως μετά τις κυβερνητικές αλλαγές, εμφανίζεται επίσης επιφυλακτική σε νέες δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν περιοριστικές για τις αγροτικές εξαγωγές ή ως παρέμβαση στην οικονομική της πολιτική.



