Πού πάνε τα λεφτά «μας» ;

Η Ελλάδα ζει ένα παράδοξο. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε τα τελευταία χρόνια τόση ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, αλλά ταυτόχρονα, ποτέ άλλοτε τα νοικοκυριά δεν είχαν τόσο λίγο πραγματικό χρήμα στη διάθεσή τους για να ξοδέψουν ή να επιβιώσουν.
Που φαίνεται αυτό το παράδοξο; Στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά και στην ΕΛΣΤΑΤ / Eurostat.
Η διαθέσιμη ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα αυξάνεται, αλλά όχι από την “αποταμίευση” που παραμένει σταθερά αρνητική, στο -2,5% για το 2024.
Η απάντηση στο παράδοξο αυτό είναι απλή, οι πολίτες ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα εισπράττουν για τρίτη συνεχή χρονιά σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία. Είναι μια καθημερινή εικόνα οικονομικής ασφυξίας, όπου κάθε ευρώ προορίζεται λιγότερο ή περισσότερο για επιβίωση, πριν καν μπει στο πορτοφόλι ή μείνει στον λογαριασμό της Τράπεζας.
Η Ελλάδα, μαζί με τη Ρουμανία, βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της Ευρώπης ως προς την λεγόμενη «καθαρή αποταμίευση».
Την ίδια στιγμή, χώρες όπως η Γερμανία – με πολύ χαμηλότερη αύξηση του ΑΕΠ – αποταμιεύουν πάνω από το 20% του διαθέσιμου εισοδήματός τους (!). Η διαφορά δεν οφείλεται σε «καταναλωτική απληστία» των συμπολιτών μας, αλλά σε μια σκληρή αριθμητική πραγματικότητα. Οι ανάγκες επιβίωσης αυξάνονται ταχύτερα από τους μισθούς και τις συντάξεις, παρά το ότι έχουμε αφήσει πίσω (;) μας τρία μνημόνια.
Παρά την αύξηση των ονομαστικών αποδοχών, η πραγματική αγοραστική δύναμη μειώνεται, καθώς οι τιμές στα βασικά αγαθά, στα τρόφιμα, στην ενέργεια και στα ενοίκια κινούνται με ρυθμούς πολλαπλάσιους από τις εισοδηματικές αυξήσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι το 66,8% των νοικοκυριών δηλώνει πως «τα βγάζει πέρα με δυσκολία ή μεγάλη δυσκολία».
Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, με τη δεύτερη χειρότερη χώρα – τη Βουλγαρία – να απέχει σχεδόν 30 μονάδες.
Η «πραγματική» φτώχεια
Ακόμη πιο αποκαλυπτικό είναι το χάσμα ανάμεσα στην λεγόμενη «αντικειμενική» και την «υποκειμενικά» αντιληπτή φτώχεια.
Ενώ μόνο το 19,6% βρίσκεται επισήμως (στατιστική) κάτω από το επίσημο όριο κινδύνου φτώχειας, σχεδόν τρία στα τέσσερα νοικοκυριά δηλώνουν ότι αισθάνονται (αντιληπτή/υποκειμενική φτώχεια) ότι ζουν οριακά. Αυτή η απόσταση – πάνω από 47 μονάδες – είναι η μεγαλύτερη που μπορεί να εντοπίσει κανείς σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με απλά λόγια πουθενά αλλού στην Ε.Ε. οι πολίτες δεν αισθάνονται στην καθημερινή της αγωνία για επιβίωση τόσο μικρή την αξία των χρημάτων που παίρνουν όταν πάνε στο σουπερ μάρκετ ή πληρώνουν το ενοίκιο…
Υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο. Στην Ελλάδα αντίθετα από ότι συμβαίνει στις άλλες χώρες της Ε.Ε. δεν είναι οι νέοι που αισθάνονται περισσότερο ευάλωτοι, αλλά οι ηλικιωμένοι. Πάνω από το 70% των ατόμων άνω των 65 ετών δηλώνει ότι δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, μια εικόνα αντίστροφη της ευρωπαϊκής «κανονικότητας», όπου οι νέοι είναι συνήθως η πιο εκτεθειμένη ομάδα. Στην Ελλάδα, οι συνταξιούχοι είναι οι πρώτοι που νιώθουν το βάρος της ακρίβειας σε ενέργεια, φάρμακα και καθημερινές δαπάνες, χωρίς πραγματικά περιθώρια προσαρμογής. Που να περισσέψει ευρώ για αποταμίευση…
Μνημόνια και αποταμίευση
Η «αρνητική» αποταμίευση δεν είναι νέο φαινόμενο, αποτελεί σχεδόν «παράδοση» από το 2012, με μοναδικές εξαιρέσεις τα χρόνια της πανδημίας, όταν ο εξαναγκασμένος περιορισμός των δαπανών οδήγησε προσωρινά σε αύξηση αποθεμάτων.
Με άλλα λόγια οι πολίτες στην Ελλάδα αποταμιεύουν μόνο όταν δεν μπορούν να καταναλώσουν…
Το οικονομικό αποτέλεσμα αυτής της πίεσης είναι διπλό και ανησυχητικό. Από τη μία πλευρά, η πραγματική οικονομία στερεύει από εσωτερική ζήτηση και επενδυτικό οξυγόνο. Από την άλλη, οι τράπεζες – φορτωμένες με ρευστότητα και καταθέσεις – δυσκολεύονται να βρουν αξιόπιστους δανειολήπτες, περιορίζοντας τη χρηματοδότηση προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που παράγουν την πλειονότητα της απασχόλησης. Έτσι, η ρευστότητα λιμνάζει, χωρίς να «μετατρέπεται» σε στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας. Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις οι πόροι που «μπαίουν» στην χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ και η συνακόλουθη μόχλευσή τους, είναι αυτή που εμφανίζεται στην ρευστότητα των τραπεζών. Και εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή έχει ημερομηνία λήξης τον Αύγουστο του 2026 (Ταμείο Ανάκαμψης).
Εξ ού και οι προειδοποιήσεις στην τελευταία σύνοδο του ΔΝΤ για τον κίνδυνο «επενδυτικού γκρεμού» από το 2027…
Αυτό το «παράδοξο» κουβαλάει όμως μέσα του μια πολιτική προειδοποίηση. Η μόνιμη αίσθηση οικονομικής ανασφάλειας δεν μετριέται μόνο σε ευρώ, αλλά και σε… εμπιστοσύνη. Όσο οι πολίτες δεν βλέπουν βελτίωση στη ζωή τους, τόσο αυξάνεται η κοινωνική καχυποψία και η πολιτική αστάθεια. Αυτό το στοιχείο άλλωστε έχει κυριαρχήσει τελευταία στην πολιτική επικαιρότητα…
Η Ελλάδα δηλαδή κινδυνεύει να παγιώσει σιωπηρά μια «ήπια φτωχοποίηση» με απρόβλεπτες πολιτικές συνέπειες.
Είναι μια χώρα που μακροοικονομικά «φαίνεται» σταθερή, αλλά κοινωνικά μετά από τρία μνημόνια και όσα ακολούθησαν, εξαντλημένη. Γιατί τα λεφτά της πλειονότητας των πολιτών σ’ αυτή την χώρα προφανώς δεν φεύγουν για κατανάλωση πολυτελείας, αλλά χάνονται στη μάχη της καθημερινής επιβίωσης.
Και όσο αυτή η μάχη «απορροφά» κάθε ευρώ, τόσο το – ορατό – μέλλον παραμένει χωρίς… αποθέματα πολιτικής σταθερότητας.
To άρθρο Πού πάνε τα λεφτά «μας» ; δημοσιεύτηκε στο NewsIT .



