
Οι ΗΠΑ και η Ουκρανία υπέγραψαν μια συμφωνία για τους φυσικούς πόρους που δίνει στην Ουάσινγκτον πρόσβαση στα τεράστια κοιτάσματα ορυκτών της χώρας σε αντάλλαγμα για βοήθεια στην οικονομική ανάκαμψη της Ουκρανίας. Η διαπραγμάτευση για τη συμφωνία διήρκεσε μήνες και έγινε ένα σημαντικό σημείο διαμάχης στις σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Κιέβου.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαιρέτισε σήμερα την επίτευξη της συμφωνίας:
«Χαιρετίζουμε τη συμφωνία που επιτεύχθηκε χθες. Η συμφωνία λαμβάνει υπόψη ιδίως την ενταξιακή διαδικασία της Ουκρανίας στην ΕΕ και το κεκτημένο της ΕΕ, το οποίο είναι καίριας σημασίας», δήλωσε η εκπρόσωπος της Επιτροπής, Πάουλα Πίνιο. «Αυτό είναι κάτι που είχαμε συζητήσει με τους Ουκρανούς εταίρους μας και κατανοούμε ότι αυτό ήταν και δικό τους μέλημα – να διασφαλίσουν, δηλαδή, ότι μια τέτοια συμφωνία δεν θα σταθεί εμπόδιο στην πιθανή μελλοντική ενταξιακή διαδικασία».
Για εκποίηση του εθνικού πλούτου μιας εξαφανιζόμενης χώρας, έκανε λόγο ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
«Ο Τραμπ τελικά έπεισε το καθεστώς του Κιέβου να πληρώνει την αμερικανική βοήθεια με ορυκτά», δήλωσε σε ανάρτηση στο Telegram την Πέμπτη ο Μεντβέντεφ, ο οποίος είναι τώρα αναπληρωτής πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας. «Τώρα οι στρατιωτικές προμήθειες θα πρέπει να πληρώνονται με τον εθνικό πλούτο μιας χώρας που εξαφανίζεται».
Κοινό επενδυτικό ταμείο
Η συμφωνία θεσπίζει ένα κοινό επενδυτικό ταμείο ανασυγκρότησης ΗΠΑ-Ουκρανίας για την προσέλκυση επενδύσεων στην ουκρανική οικονομία, ιδίως όσον αφορά τα έργα εξερεύνησης πόρων.
Σύμφωνα με τον Ουκρανό υφυπουργό Οικονομίας, Τάρας Κάτσκα, οι ΗΠΑ θα έχουν προτεραιότητα στην πρόσβαση σε επενδύσεις στην εξόρυξη σπάνιων γαιών.
Ωστόσο, η Ουκρανή υπουργός Οικονομίας, Γιούλια Σβιριντένκο, δήλωσε ότι το ταμείο θα λειτουργεί ως «ισότιμη εταιρική σχέση», χωρίς καμία πλευρά να έχει βαρύτερη ψήφο. Η Ουκρανία θα διατηρήσει «τον πλήρη έλεγχο των πόρων» – συμπεριλαμβανομένου του υπεδάφους – και θα συνεχίσει να καθορίζει τις συνθήκες και τις τοποθεσίες εξόρυξης. Η συμφωνία επίσης δεν μεταβιβάζει καμία κρατική εταιρεία σε ιδιωτικά χέρια.
Η συμφωνία αναφέρεται πως δεν περιλαμβάνει πόρους που αποτελούν ήδη πηγή εσόδων για το ουκρανικό κράτος και πως τυχόν κέρδη βάσει της συμφωνίας εξαρτώνται από την επιτυχία των νέων επενδύσεων.
Η Ουκρανία θα συνεισφέρει στο ταμείο το 50% των νέων εισπράξεων για νέες άδειες εξόρυξης, με τα χρήματα να επενδύονται αποκλειστικά στην Ουκρανία. Για τα πρώτα δέκα χρόνια, τα κέρδη δεν θα διανέμονται, αλλά θα επανεπενδύονται πλήρως στην ουκρανική οικονομία, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομίας. Ούτε οι εισφορές ούτε τα κέρδη φορολογούνται.
Απουσία εγγυήσεων ασφαλείας
Ωστόσο, από τη συμφωνία απουσιάζει εμφανώς οποιαδήποτε αναφορά στην παροχή εγγυήσεων ασφαλείας από τις ΗΠΑ στην Ουκρανία, αν και αυτός ήταν «ένας από τους αρχικούς της στόχους», όπως περιγράφεται από το Reuters.
Σύμφωνα με τους New York Times, η ιδέα των εγγυήσεων ασφαλείας απορρίφθηκε από τις ΗΠΑ «στην αρχή της διαδικασίας».
Η τελική συμφωνία δεν περιέχει καμία επίσημη δέσμευση για μελλοντική στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ, μια βασική απαίτηση της Ουκρανίας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Αντ’ αυτού, αναφέρει αόριστα μια «μακροπρόθεσμη στρατηγική ευθυγράμμιση» και υπόσχεται υποστήριξη των ΗΠΑ για την «ασφάλεια, την ευημερία, την ανοικοδόμηση και την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στα παγκόσμια οικονομικά πλαίσια». Μια πηγή δήλωσε στους NYT ότι οι ΗΠΑ απέρριψαν την ιδέα της παροχής σαφών εγγυήσεων ασφαλείας στο Κίεβο στις αρχές των συνομιλιών.
Παρ’ όλα αυτά, η εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τάμι Μπρους, επέμεινε ότι η συμφωνία θα ενισχύσει την ασφάλεια της χώρας: «Όταν η Αμερική είναι φίλη και συνεργάτης σας, το έθνος σας θα είναι σε καλύτερη θέση. Και υπάρχει ένα στοιχείο ασφάλειας απλώς και μόνο στην παρουσία μας».
Μελλοντικά οφέλη αντί «χρωστούμενων»
Η συμφωνία για τους πόρους «επικεντρώνεται στη μελλοντική, όχι στην προηγούμενη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ», δήλωσε το Υπουργείο Οικονομίας της Ουκρανίας, προσθέτοντας ότι τα έσοδα από ήδη ενεργά έργα δεν περιλαμβάνονται στο κοινό επενδυτικό ταμείο. Σύμφωνα με την Σβιριντένκο, η συμφωνία «δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη σχετικά με τυχόν υποχρεώσεις χρέους της Ουκρανίας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Οι ΗΠΑ προηγουμένως παρουσίασαν τη συμφωνία ως έναν τρόπο για την Ουκρανία να αποπληρώσει την παρελθούσα στρατιωτική βοήθεια, την οποία η κυβέρνηση του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εκτίμησε σε 350 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Ουκρανία επέμεινε ότι η προηγούμενη βοήθεια παρασχέθηκε άνευ όρων, ενώ την εκτίμησε σε 90 δισεκατομμύρια δολάρια.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ο Τραμπ υπονόησε ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν «θεωρητικά» να λάβουν πολύ περισσότερα από 350 δισεκατομμύρια δολάρια από τη συμφωνία.
Ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ περιέγραψε τη συμφωνία ως «εξαιρετικά ωφέλιμη για την αμερικανική οικονομία», προσθέτοντας ότι θα βελτιώσει τους δεσμούς μεταξύ Ουάσινγκτον και Κιέβου.
Αμερικανικό αίτημα για άμεσες ρωσικές και ουκρανικές προτάσεις διευθέτησης
Οι New York Times υποστήριξαν ότι η «συμφωνία θα έχει μικρή σημασία» εάν η Ρωσία και η Ουκρανία δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε βιώσιμη κατάπαυση του πυρός.
«Για εκατό ημέρες [η υπό τον Ντόναλντ Τραμπ αμερικανική διοίκηση] κατέβαλε προσπάθειες για την επίτευξη ειρήνης… Κοιτάξτε, έχουμε έρθει πιο κοντά. Εμείς – για πρώτη φορά – δεν το είδαμε αυτό εδώ και τρία χρόνια – μπορούμε να δούμε τι θα χρειαστεί για να σταματήσει η Ουκρανία. Μπορούμε να δούμε τι θα χρειαστεί για να σταματήσουν οι Ρώσοι», είπε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο.
Ωστόσο, οι έντονες διαφορές μεταξύ Μόσχας και Κιέβου παραμένουν, σημείωσε. «Είναι πιο κοντά, αλλά εξακολουθούν να είναι μακριά. Και θα χρειαστεί μια πραγματική πρόοδος εδώ πολύ σύντομα για να καταστεί αυτό δυνατό… ή νομίζω ότι ο πρόεδρος θα πρέπει να λάβει μια απόφαση για το πόσο περισσότερο χρόνο θα αφιερώσουμε σε αυτό», πρόσθεσε.
Τα σχόλια του Ρούμπιο ήρθαν αφότου η εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε πως «Δεν θα είμαστε οι μεσολαβητές», στους δημοσιογράφους που την ρώτησαν για τον μελλοντικό ρόλο της Ουάσινγκτον. «Σίγουρα εξακολουθούμε να είμαστε αφοσιωμένοι σε αυτό και θα βοηθήσουμε και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε, αλλά δεν πρόκειται να πετάμε σε όλο τον κόσμο για να μεσολαβούμε συναντήσεις». «Ήρθε η ώρα και τα δύο έθνη που εμπλέκονται σε αυτή τη σύγκρουση να υποβάλουν συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα τελειώσει αυτή η σύγκρουση. Θα εξαρτηθεί από αυτά», πρόσθεσε η Μπρους.
Η κυβέρνηση Τραμπ είναι έτοιμη να αφιερώσει άλλες 100 ημέρες στη μεσολάβηση για μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, δήλωσε ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, σε συνέντευξή του στο Fox News που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη.
Διαβάστε ακόμα: