Τοπικά

Είναι ασθένεια η παχυσαρκία;

Τα «θαυµατουργά» σκευάσµατα που αδυνατίζουν επαναφέρουν µε νέο περιεχόµενο τα παλαιά διλήµµατα: Πότε ένας υπέρβαρος είναι άρρωστος, ώστε να χρειάζεται ιατρική φροντίδα; Και γιατί, ενώ η επιστήµη τον θεωρεί άρρωστο, κοινωνικά αντιµετωπίζεται σαν ένοχος για τη νόσο του; Ειδικοί απαντούν στην εφημερίδα «Καθημερινή», στο ειδικό αφιέρωμα που υπογράφει η Τασούλα Επτακοίλη.

Εχουν περάσει σχεδόν δύο εβδοµάδες από τη δηµοσιοποίηση βίντεο στο οποίο η τραγουδίστρια Ματούλα Ζαµάνη απαθανατίστηκε, στο τέλος συναυλίας, να πετάει την µπλούζα της στο κοινό και ο ντόρος δεν έχει καταλαγιάσει. Σχολιαστές σε τηλεοπτικά πάνελ και χρήστες στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης εξακολουθούν να µιλούν για «αντιαισθητικό θέαµα», ρεπόρτερ προ ηµερών κυνηγούσαν την καλλιτέχνιδα στο αεροδρόµιο της Αθήνας για µια δήλωση, αρνητικά σχόλια για τα κιλά της αναπαράγονται συνεχώς. Μήπως, λοιπόν, ήταν ο σωµατότυπός της που έβαλε αρνητικό πρόσηµο στην αυθόρµητη πράξη της; Μήπως για µέρος των συµπολιτών µας παχυσαρκία και ορατότητα δεν µπορούν να συµβαδίζουν;

Την τελευταία δεκαετία, ολοένα και περισσότερες χώρες –και φυσικά ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας– έχουν αναγνωρίσει την παχυσαρκία ως ασθένεια: ανάµεσά τους οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γερµανία, η Πορτογαλία, όχι όµως η Μεγάλη Βρετανία και η ∆ανία, «πατρίδα» του Ozempic, που πέρυσι είδε το ΑΕΠ της να αυξάνεται κατά 1,8% χάρη στη Novo Nordisk, την εταιρεία που το παράγει. Ο σκοπός αυτής της αναγνώρισης ήταν διττός: αφενός, να υπάρχει ασφαλιστική κάλυψη για ιατροφαρµακευτική περίθαλψη των παχύσαρκων ατόµων και, αφετέρου, για να καταπολεµηθεί το στίγµα.

Στην πράξη, ωστόσο, το ζήτηµα παραµένει πολύπλοκο και πολλά ερωτήµατα είναι δύσκολο να απαντηθούν µε σαφήνεια. Είναι προσωπική επιλογή το πάχος ή όχι; Ποιοι παράγοντες το καθορίζουν – γενετικοί ή ο τρόπος ζωής σε συνδυασµό µε την έλλειψη αυτοπειθαρχίας; Πότε πληροί τις προδιαγραφές µιας ασθένειας η παχυσαρκία; Αν ένας παχύσαρκος πρέπει να αντιµετωπίζεται ως ασθενής, γιατί από µεγάλο µέρος της κοινωνίας υφίσταται µπούλινγκ; (Αντιθέτως, κανείς δεν θα τολµούσε να κοροϊδέψει έναν καρκινοπαθή για την αρρώστια του, για παράδειγµα.) Ποιοι δικαιούνται να έχουν προτεραιότητα στα νέα «θαυµατουργά» φάρµακα για την απώλεια βάρους; Μόνο οι παχύσαρκοι/ασθενείς ή και οι υπέρβαροι, που θέλουν να προλάβουν την εκδήλωση της ασθένειας; Πόσο επηρεάζονται όλα αυτά από τις δηµοσιονοµικές παραµέτρους του θέµατος; Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι 40% των Αµερικανών ενηλίκων έχουν δείκτη µάζας σώµατος άνω του 30, ταξινοµούνται δηλαδή ως παχύσαρκοι, και ότι το κόστος των συνταγογραφούµενων σκευασµάτων είναι τεράστιο: περίπου 1.000 δολάρια µηνιαίως για το Ozempic και σχεδόν 1.200 για το Mounjaro της αµερικανικής φαρµακοβιοµηχανίας Eli Lilly.

«Πεινασµένο» µυαλό

Ο Λεωνίδας Ντούντας, καθηγητής Παθολογίας και Ενδοκρινολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστηµίου Ουλµ της Γερµανίας και επιστηµονικός συνεργάτης της µονάδας ενδοκρινολογίας και µεταβολισµού στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο του Πανεπιστηµίου Αθηνών, υφίσταται καθηµερινή πίεση για τη χορήγηση φαρµάκων όπως το Ozempic και το Rybelsus. «Εννέα στους δέκα ανθρώπους που έρχονται στο ιατρείο µου τα ζητούν επίµονα. Κάποιοι µάλιστα δεν περνούν καν το κατώφλι µου, ώστε να τους εξετάσω ή να δω αποτελέσµατα εργαστηριακών εξετάσεών τους: τηλεφωνούν µε την παράκληση/απαίτηση να προχωρήσω άµεσα σε άυλη συνταγογράφηση», λέει στην «Κ».

Η παχυσαρκία είναι νόσος, ξεκαθαρίζει εξαρχής στην κουβέντα µας ο κ. Ντούντας, ωστόσο, τη διαχωρίζει σε δύο φάσεις: στην προκλινική, όπου παρατηρούνται ελαφρές αλλαγές στη λειτουργία διαφόρων οργάνων λόγω της συσσώρευσης λίπους, αλλά χωρίς σοβαρά ακόµη συµπτώµατα, και στην κλινική, όταν πλέον υπάρχουν διάφορες συννοσηρότητες και συνήθως είναι αναγκαία η φαρµακευτική παρέµβαση. «Υπάρχουν και υγιείς παχύσαρκοι;» τον ρωτώ. «Φυσικά. Η κοιλιακή παχυσαρκία είναι το “κλειδί”. Ο σωµατότυπος “αχλάδι” συνήθως δεν παραπέµπει σε νόσο, σε αντίθεση µε το “µήλο”. Μια οµφαλική περίµετρος που ξεπερνά τα 100 εκ. στους άνδρες και τα 88 εκ. στις γυναίκες οδηγεί µε µαθηµατική ακρίβεια σε σοβαρές επιπλοκές: µεταβολικό σύνδροµο, σακχαρώδη διαβήτη, αυξηµένη αρτηριακή πίεση, δυσλιπιδαιµία (διαταραχές της χοληστερίνης, των τριγλυκεριδίων κ.ά.), λιπώδη διήθηση του ήπατος, ακόµη και αρκετές µορφές καρκίνου. Και όλα συνοδεύονται από υψηλή θνησιµότητα».

Πώς ένας γιατρός διαγιγνώσκει τη νόσο της παχυσαρκίας; «Συζητώ διεξοδικά µε τους ασθενείς και προσπαθώ να βρω την αιτία. Η γενετική προδιάθεση δεν είναι τόσο συχνή όσο κάποιοι νοµίζουν. Υπάρχουν τέσσερις τύποι ασθενών, µε ισάριθµες γενεσιουργούς αιτίες αύξησης του σωµατικού βάρους. Ο “πεινασµένος εγκέφαλος”, όπως αποκαλείται σε πρόσφατες έρευνες: για να αισθανθεί δηλαδή κορεσµό το άτοµο, χρειάζεται µεγάλες ποσότητες φαγητού. Το “πεινασµένο έντερο”: µε µικρά αλλά πολλά γεύµατα το άτοµο νιώθει ότι χόρτασε, αλλά πεινάει συχνά. Η “συναισθηµατική πείνα” και το στρες κάνουν επίσης πολλούς να αναζητούν παρηγοριά και ανακούφιση στο φαγητό. Υπάρχει, βέβαια, και η περίπτωση του αργού µεταβολισµού, των περιορισµένων καύσεων».

Σε όποια κατηγορία και αν ανήκει κανείς, µαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Αν δεν βοηθήσει το ίδιο το άτοµο τον εαυτό του, µε αλλαγή της διατροφής και του τρόπου ζωής, µε ένα χάπι δεν λύνεται το πρόβληµα. «Τα φάρµακα αυτά είναι µεν αποτελεσµατικά, όµως έχουν παρενέργειες, δεν µπορούν να τα δεχτούν όλοι, προκαλούν έντονη ναυτία και γαστρεντερικές διαταραχές. Επίσης, σε ποσοστό 85% οι ασθενείς που τα λαµβάνουν ξαναπαίρνουν τα κιλά που έχασαν –και πολύ σύντοµα– µόλις τα σταµατήσουν. Θα τα παίρνουν ισοβίως; ∆εν γίνεται», επισηµαίνει ο καθηγητής Ενδοκρινολογίας. «Επιπλέον, υπάρχουν και άλλες παράµετροι: επειδή τα συγκεκριµένα φάρµακα στοχεύουν συγκεκριµένους νευροδιαβιβαστές και επηρεάζουν τη λειτουργία του υποθαλάµου του εγκεφάλου, εκφράζονται σε κάποιες µελέτες φόβοι πως ενδέχεται να αυξάνουν τις αυτοκτονικές τάσεις, όταν βέβαια υπάρχει το υπόβαθρο µιας ψυχικής διαταραχής».

∆εν είναι επιλογή

«Η παχυσαρκία δεν είναι ατοµική επιλογή, αλλά µια χρόνια, πολυπαραγοντική, πολυσυστηµατική, δύσκολα αντιµετωπίσιµη και υποτροπιάζουσα νόσος, που απαιτεί διεπιστηµονική παρέµβαση», συµφωνεί η Ευαγγελία Χαρµανδάρη, καθηγήτρια Παιδιατρικής – Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Παιδιατρικής και Εφηβικής Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισµού και Σακχαρώδη ∆ιαβήτη. «Υπολογίζεται ότι το 2030, ένα δισεκατοµµύριο άνθρωποι θα είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι: δηλαδή µία στις πέντε γυναίκες και ένας στους επτά άνδρες. Σήµερα, στην Ελλάδα το 63% των ενηλίκων είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι. Στα παιδιά, ο επιπολασµός του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας κυµαίνεται από 21% στην προσχολική ηλικία έως 41% στη σχολική και εφηβική ηλικία, και είναι σηµαντικά υψηλότερος από το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών (15% και 25%, αντίστοιχα). Η πρωτογενής πρόληψη πρέπει να ξεκινήσει από την οικογένεια, από την έγκαιρη διάγνωση, την άµβλυνση των ανισοτήτων και την ανασυγκρότηση της ιατρικής περίθαλψης».

Η σεµαγλουτίδη (Ozempic) έχει λάβει στη χώρα µας έγκριση για χορήγηση σε εφήβους µε παχυσαρκία ηλικίας άνω των 12 ετών, επισηµαίνει η κυρία Χαρµανδάρη. Παρά τις αποφάσεις διεθνών οργανισµών και κυβερνήσεων, πάντως, παγκόσµια έρευνα έδειξε ότι µόνο το 68% των γιατρών σε όλο τον κόσµο αναγνωρίζει την παχυσαρκία ως ασθένεια και µόνο το 51% των ατόµων µε παχυσαρκία υποβάλλεται σε θεραπεία µε φάρµακα. «Είναι αξιοσηµείωτο ότι κορυφαίος λόγος για τον οποίο πολλοί ασθενείς δεν ζητούν ιατρική βοήθεια είναι γιατί πιστεύουν ότι αποτελεί δική τους ευθύνη να διαχειριστούν το βάρος τους», εξηγεί η καθηγήτρια Παιδιατρικής Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας.

Μία ακόµη διάσταση στο θέµα της παχυσαρκίας φανερώνει η ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια Θάλεια Πορτοκάλογλου. «Μιλώντας για το σώµα µας, µιλάµε για την ιστορία µας. Μιλώντας για τη σχέση µας µε το φαγητό, µιλάµε για τη σχέση µας µε το πρωταρχικό µας αντικείµενο, δηλαδή τη µητέρα-τροφό. Οι αυξοµειώσεις του βάρους αντανακλούν τις ενδότερες ψυχικές µας κινήσεις, που πηγάζουν από τις πρώιµες εµπειρίες της βρεφικής και παιδικής ηλικίας, όταν µητέρα και τροφή ήταν συνώνυµα. Συχνά, στην περίπτωση γυναικών που έχουν επιζήσει από έµφυλη βία, παρατηρούµε πως το σώµα τους “θωρακίζεται” από επιπλέον κιλά τα οποία, συµβολικά και κυριολεκτικά, κρύβουν και προστατεύουν τις παραβιασµένες σωµατικές περιοχές τους, ενώ ταυτόχρονα δηµιουργούν µια µεγαλύτερη απόσταση από τον “άλλον”».

Επιστροφή από τα 152 κιλά

Από τη µία οι απόψεις της ιατρικής κοινότητας και τα κοινωνικά στερεότυπα και από την άλλη οι προσωπικές ιστορίες, µε τη δική τους δύναµη. Η δηµοσιογράφος Νατάσα Μαστοράκου άρχισε να παχαίνει µε ανησυχητικό ρυθµό µε το που µπήκε στην εφηβεία, στα πρώτα χρόνια του γυµνασίου. Πριν τελειώσει το λύκειο, µε ύψος 1,60 µ., είχε ξεπεράσει τα εκατό κιλά. «Τότε δεν ένιωθα άρρωστη. Ούτε οι γονείς µου µε αντιµετώπιζαν έτσι. Μολονότι επιθυµούσαν να χάσω κιλά και συχνά το προσπαθούσαν µε λάθος τρόπο –µε πήγαιναν στους διαιτολόγους και µου έκαναν νοήµατα αποδοκιµασίας στα οικογενειακά τραπέζια όποτε άπλωνα το χέρι µου να πάρω ψωµί–, δεν ήθελαν να φανεί ότι “κάτι έχει το παιδί”. Αργησα πολύ να συνειδητοποιήσω ότι η παχυσαρκία είναι ασθένεια».

Στα 29 της είχε φτάσει στα 152 κιλά. Και όµως, δεν παραδεχόταν πως είχε πρόβληµα. Το «κλικ» έγινε σε µια θεατρική παράσταση. Εφτασε στο θέατρο, της έδειξαν τη θέση της, αλλά δεν χωρούσε µε κανένα τρόπο. Ζήτησε ένα σκαµπό και κάθισε στον διάδροµο. «Βίωσα τον απόλυτο εξευτελισµό. Τότε αποφάσισα να καταφύγω στη λύση της βαριατρικής χειρουργικής. Πήγα στο ραντεβού µε τον χειρουργό σχεδόν µε καµάρι, γιατί οι εξετάσεις µου ήταν εξαιρετικές, ούτε ζάχαρο είχα ούτε χοληστερίνη. Εκείνος όµως κατέρριψε τον µύθο της καλής, τάχα, υγείας µου. “Ευτυχώς που ήρθες εγκαίρως. Σε µια δεκαετία θα είχες φτάσει στα διακόσια κιλά, θα χρειαζόσουν ινσουλίνη, θα αντιµετώπιζες τεράστια προβλήµατα µε την καρδιά σου και θα ήσουν σε καροτσάκι”, µου είπε».

«Εστω και αν δεν είναι νόσος η παχυσαρκία, σίγουρα είναι µια νοσογόνος κατάσταση που επηρεάζει τα πάντα στον οργανισµό µας. Αν δεν ρυθµιστεί όταν είναι ακόµη νωρίς, µε µαθηµατική ακρίβεια οδηγεί σε πάρα πολλά προβλήµατα υγείας», συνεχίζει η Νατάσα. Γι’ αυτό και δεν διστάζει να µιλάει για το παχύσαρκο παρελθόν της. «Κάποιοι φίλοι απορούν. “Γιατί το λες, αφού δεν φαίνεται πια;” Επειδή είναι η ζωή µου και δεν έχει νόηµα να την κρύψω. Και επειδή έστω και ένας άνθρωπος κάπως να ωφεληθεί από τη δική µου εµπειρία, θα είναι σηµαντικό», εξηγεί. «Κάποτε καθίσαµε οικογενειακώς να δούµε το βίντεο από τα πρώτα γενέθλια του γιου µας – εκείνη την εποχή δεν είχα υποβληθεί ακόµη στην εγχείρηση. ∆εν άντεξα παραπάνω από δύο λεπτά να βλέπω την εικόνα µου. Κατέρρευσα. Πώς είχα αφήσει έτσι τον εαυτό µου;».

Το µήνυµα

Την ώρα που ολοκληρωνόταν το ρεπορτάζ, έλαβα ένα µήνυµα από τη Ματούλα Ζαµάνη. «Τρέχω να προλάβω εκκρεµότητες και προθεσµίες, είµαι στο στούντιο και ηχογραφώ. Επιπλέον, µε κυνηγούν δηµοσιογράφοι στον δρόµο. Είµαι χαρούµενη και δυνατή, µε αγαπηµένους ανθρώπους, σκύλους, γάτες. ∆υστυχώς, κοστίζει στην όµορφη χώρα µας να είσαι ο εαυτός σου…».

kosmoslarissa.gr (από Kathimerini, Τασούλα Επτακοίλη)

Related Articles

Back to top button