Νέο δικαστικό χτύπημα κατά του μονοπωλίου της Google στις διαφημίσεις

Η δικαστής Λεόνι Μπρινκέμα στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Αλεξάνδρεια στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ αποφάσισε σήμερα ότι η Google έχει εξασφαλίσει παράνομα κυρίαρχη θέση στις αγορές του ηλεκτρονικού μάρκετινγκ και της διαφήμισης. Έκρινε έτσι πως παραβίασε τους νόμους κατά των μονοπωλίων, διατηρώντας παράνομα μονοπωλιακή θέση σε δύο αγορές διαδικτυακής διαφημιστικής τεχνολογίας: στις αγορές των «ad servers» για εκδότες διαφημίσεων και των «ad exchanges» για τους διαφημιζόμενους κατά παράβαση του νόμου Sherman.
A federal court has ruled that Google illegally maintained a monopoly on online advertising technology.
This is the second time in a year that a court has found that Google acted illegally to maintain its dominance.
It’s another reminder of why we must break up Big Tech. pic.twitter.com/gNiLtHrFrx
— Robert Reich (@RBReich) April 17, 2025
Η απόφαση ανοίγει το δρόμο σε μια άλλη δίκη έναντι της Google που αφορά τα μέτρα που θα πρέπει να λάβει για να αποκαταστήσει τον ανταγωνισμό σε αυτές τις αγορές, όπως π.χ. μέσω της πώλησης τμημάτων του πολυεθνικού τεχνολογικού κολοσσού.
Πρόκειται για τη δεύτερη απόφαση ομοσπονδιακού δικαστηρίου των ΗΠΑ που αναφέρεται στο παράνομο μονοπώλιο που διατηρεί η Google στον Διαδίκτυο, στον τομέα της ηλεκτρονικής αναζήτησης πληροφοριών (search engines).
Η αξία μετοχών της μητρικής εταιρίας της Google, Alphabet, μειώθηκε απότομα μετά την απόφαση του δικαστηρίου στη Βιρτζίνια.
Η Google αντιμετωπίζει και άλλη αγωγή στην Ουάσιγκτον, έχοντας απέναντί της το υπουργείο Δικαιοσύνης που ζητά την πώληση του δημοφιλούς προγράμματος περιήγησης Chrome και τη λήψη μέτρων για τον περιορισμό της κυριαρχίας της στην αναζήτηση στο Διαδίκτυο.
Η Google, που αντλεί πάνω από το 80% των εσόδων της από τη διαφήμιση, ενδέχεται να αντιμετωπίσει σημαντικές οικονομικές συνέπειες από την ενδεχόμενη πώληση του Google Ad Manager.
Επιπλέον, η προτεινόμενη πώληση του Chrome, ενός από τα πιο πολύτιμα περιουσιακά της στοιχεία, θα μπορούσε να αποτιμηθεί έως και 20 δισεκατομμύρια δολάρια.