Ανάπτυξη χωρίς εργασία; Όρια και Αντιφάσεις

Η Ετήσια Έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για το 2025 αποτυπώνει έναν κρίσιμο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας: την απόκλιση μεταξύ των ρυθμών μεγέθυνσης και της διανομής των ωφελημάτων της. Το 2024, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3%, κυρίως μέσω της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων. Την περίοδο 2019–2023, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 8,3 δισ. ευρώ και η κατανάλωση κατά 7,9 δισ., η αύξηση των πραγματικών μισθών περιορίστηκε μόλις στα 130 εκατ. ευρώ. Αντιθέτως, τα εισοδήματα από πλούτο αυξήθηκαν κατά 4,5 δισ. και από επιχειρηματική δραστηριότητα κατά 2,6 δισ.
Παράλληλα, η κατανάλωση των μισθωτών παρέμεινε στάσιμη, ενώ για τα νοικοκυριά που έχουν τουλάχιστον ένα μέλος τους εργοδότη σχεδόν διπλασιάστηκε. Η μετατόπιση της δυναμικής συσσώρευσης πλούτου προς τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα καθιστά σαφές ότι η εργασία δεν υπολογίζεται επαρκώς στο αναπτυξιακό υπόδειγμα. Σε αυτό το πλαίσιο, η οικονομική πολιτική οφείλει να μην περιορίζεται στη μακροοικονομική εξισορρόπηση, αλλά παράλληλα να μεριμνά για τη θεσμική κατοχύρωση της εργασίας ως πυλώνα παραγωγικής σταθερότητας και κοινωνικής ισορροπίας.
Παραγωγικότητα χωρίς μισθολογική δικαιοσύνη
Η σχέση ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τις αποδοχές αποδυναμώνεται διαρκώς, αποκαλύπτοντας μια κρίσιμη ασυνέχεια στο εσωτερικό του ελληνικού παραγωγικού συστήματος. Την περίοδο 2019–2024, η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 1,2%, ωστόσο το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7%. Ανάμεσα στους έντεκα βασικούς κλάδους της οικονομίας, η παραγωγικότητα αυξήθηκε στους οκτώ, αλλά οι αποδοχές αυξήθηκαν μόνο σε δύο. Το 2024, το μερίδιο των επιχειρηματικών κερδών στο ΑΕΠ ανήλθε στο 50,2%, έναντι 41% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η μεταβολή υποδηλώνει μια συστηματική αναδιανομή του πλεονάσματος σε βάρος της εργασίας.
Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται και στους προσδιοριστικούς παράγοντες της αύξησης των τιμών. Στην Ελλάδα, η άνοδος του αποπληθωριστή ΑΕΠ (είναι ο δείκτης που μετρά το επίπεδο των τιμών που παράγονται σε μια οικονομία) προκύπτει από την αύξηση των επιχειρηματικών περιθωρίων κέρδους ως πρώτη αιτία, από το κόστος εισαγωγών ως δεύτερη. Το μισθολογικό κόστος έχει περιορισμένη συμβολή στην άνοδό του. Ως αποτέλεσμα, η αγοραστική δύναμη των μισθωτών διαβρώνεται συνεχώς: το 57,1% δηλώνει ότι δεν τα βγάζει πέρα, ενώ σχεδόν ένας στους τρεις αδυνατεί να διαθέσει έστω και μικρό ποσό για προσωπική χρήση. Η σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση αγγίζει το 8,8%, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 3.,8%. Σε αυτό το πλαίσιο, καθίσταται σαφές ότι η βελτίωση της παραγωγικότητας δεν συνιστά από μόνη της δείκτη προόδου, εφόσον δεν συνοδεύεται από ανακατανομή και θεσμική ενίσχυση της μισθωτής εργασίας.
Επενδυτική εξάρτηση και παραγωγικό έλλειμμα
Η επενδυτική δραστηριότητα της ελληνικής οικονομίας το 2024 χαρακτηρίζεται από εξωτερική εξάρτηση και περιορισμένη διαρθρωτική αποδοτικότητα. Παρότι οι επενδύσεις αυξήθηκαν σε απόλυτους όρους, το 26% αυτών καλύφθηκε μέσω επιδοτήσεων, κυρίως από το Ταμείο Ανάκαμψης – το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η μεγάλη αυτή εξάρτηση εγείρει ερωτήματα για τη βιωσιμότητα της επενδυτικής λειτουργίας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς και για την ικανότητα των επιχειρήσεων να υλοποιούν επενδύσεις με βάση ίδιους πόρους. Επιπλέον, η κατανομή των επενδύσεων υποδηλώνει έναν σταθερό προσανατολισμό προς τις κατασκευές και την ακίνητη περιουσία, σε βάρος της μεταποίησης και των κλάδων έντασης τεχνολογίας.
Το αποτέλεσμα είναι η επιμονή του παραγωγικού ελλείμματος. Το 2024, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε έλλειμμα -6,4% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω αυξημένης ζήτησης για εισαγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα. Η Ελλάδα αδυνατεί να υποκαταστήσει εισαγωγές μέσου και υψηλού τεχνολογικού περιεχομένου, γεγονός που επιβεβαιώνει τη χαμηλή διασύνδεση της εγχώριας παραγωγής με τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Από τις 21 βασικές κατηγορίες αγαθών, μόλις τέσσερις εμφανίζουν θετικό καθαρό εξαγωγικό ισοζύγιο – και από αυτές, μόνο δύο ανήκουν στη μεταποίηση. Η οικονομία κινείται σε ένα περιβάλλον εντεινόμενης εξωστρέφειας χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση των εσωτερικών παραγωγικών δυνατοτήτων. Χωρίς τεχνολογική αναβάθμιση και αλλαγή του επενδυτικού προσανατολισμού, το παραγωγικό έλλειμμα θα συνεχίσει να υπονομεύει τη μακροοικονομική ισορροπία και την κοινωνική συνοχή.
Ανισότητες στην απασχόληση και εσωτερική αποδυνάμωση
Η αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα το 2024, με ποσοστό 63,3% για τις ηλικίες 15–64 και μείωση της ανεργίας στο 10,1%, καταγράφεται ως θετική εξέλιξη. Ωστόσο, η βελτίωση αυτή συνοδεύεται από ανθεκτικές ποιοτικές ανισότητες. Η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται προτελευταία στην ΕΕ ως προς το συνολικό ποσοστό απασχόλησης, ενώ διατηρεί τη δεύτερη μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ ανδρών και γυναικών και την τρίτη μεγαλύτερη μεταξύ νέων και μεγαλύτερων ηλικιών. Ακόμη πιο ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η χώρα καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (80,3%), γεγονός που υποδηλώνει χαμηλή απορροφητικότητα των προσόντων και αδυναμία σύνδεσης με επαρκώς εξειδικευμένες θέσεις εργασίας.
Για μια προγραμματική επανατοποθέτηση της εργασίας
Τα δεδομένα της Ετήσιας Έκθεσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για το 2025 συνθέτουν μια εικόνα σταθεροποίησης χωρίς ενδυνάμωση. Η ελληνική οικονομία εμφανίζει επιφανειακή μακροοικονομική ισορροπία, αλλά διατηρεί βαθιές διαρθρωτικές αδυναμίες όπου σχετίζονται σημαντικά με την υποχώρηση του μεριδίου της εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η τοποθέτηση της εργασίας ως έναν εκ των κεντρικών πυλώνων του αναπτυξιακού σχεδίου δεν αποτελεί μόνο ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και προϋπόθεση βιωσιμότητας της συνολικής στρατηγικής.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι αναγκαίο να αποσυνδεθεί από λογικές επιδοματικής διαχείρισης και να επανασυνδεθεί με την επάρκεια διαβίωσης και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι απολύτως επιβεβλημένη.
Παράλληλα, η δημόσια πολιτική οφείλει να στηρίξει επενδύσεις με υψηλό τεχνολογικό και κοινωνικό πολλαπλασιαστή, να ενισχύσει τις δημόσιες υποδομές στους τομείς της φροντίδας, της κατάρτισης και της περιφερειακής ανάπτυξης, και να προτάξει την ποιότητα της εργασίας ως κριτήριο κατανομής πόρων.
Η εργασία δεν μπορεί να παραμείνει παθητικός δέκτης των εξελίξεων. Οφείλει να ανακτήσει θεσμική υπόσταση, πολιτικό βάρος και στρατηγική κεντρικότητα. Χωρίς προγραμματική ανασύνταξη της εργασίας, καμία αναπτυξιακή πορεία δεν μπορεί να θεωρηθεί διατηρήσιμη ούτε δίκαιη.
Χρήστος Γούλας*
*Ο Χρήστος Γούλας, PhD, είναι Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ
To άρθρο Ανάπτυξη χωρίς εργασία; Όρια και Αντιφάσεις δημοσιεύτηκε στο NewsIT .