ECOFIN: Στο τραπέζι νέα αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας με απεριόριστη αύξηση των επενδύσεων και μακρύτερο ορίζοντα μείωσης του χρέους

Δεν πρόλαβε καλά – καλά να εφαρμοστεί εννιά μήνες, και στο τραπέζι της ίδιας της ΕΕ βρίσκεται ανοιχτά η αναθεώρηση του. Ο λόγος για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2025.
Όπως δήλωσε σήμερα (19.9.2025), ο υπουργός Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, μεταβαίνοντας στη σημερινή συνεδρίαση των Ευρωπαίων ΥΠΟΙΚ (ECOFIN), «σε συνεργασία με Διοικητές Κεντρικών Τραπεζών, θα συζητήσουν την απλοποίηση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού πλαισίου και θα εξετάσουν τα συμπεράσματα μελέτης του think tank Bruegel για τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις οικονομικές τους επιπτώσεις στην Ευρώπη». Τι προτείνει, όμως, η εν λόγω έκθεση, την οποία δημοσίευσε χθες (18.9.2025), το Bruegel; Προτείνει η μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, 9 μήνες μετά την έναρξη ισχύος τους, αλλά και 6 μήνες μετά μία έκτακτη μίνι – αναθεώρηση του μέσω της ενεργοποίησης της ρήτρας διαφυγής για την αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 1,5% ετησίως…
Πιο συγκεκριμένα, το Bruegel επισημαίνει πως «η μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ το 2024 ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Δικαίως απαιτεί από τις χώρες με υψηλό χρέος και υψηλό δημοσιονομικό κίνδυνο να μειώσουν γρήγορα τα ελλείμματά τους. Αλλά πάσχει επίσης από δύο σημαντικά ελαττώματα. Το κόστος που σχετίζεται με αυτά τα ελαττώματα, στο βαθμό που καθοδηγούν τις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές στην ΕΕ προς τη λάθος κατεύθυνση, ήταν ίσως διαχειρίσιμο πριν από την επιτάχυνση των γεωπολιτικών προκλήσεων που αντιμετώπισε η ΕΕ από την έναρξη της δεύτερης κυβέρνησης Τραμπ. Αλλά τώρα έχουν αποδειχθεί απαγορευτικές (…).
Τα ελαττώματα του Συμφώνου Σταθερότητας και οι προτάσεις νέας αναθεώρησής του
Σύμφωνα με τους συντάκτες της εν λόγω μελέτες που θα συζητήσουν οι Ευρωπαίοι και οι Κεντρικοί Τραπεζίτες:
1. «Το πρώτο ελάττωμα, το οποίο ήταν εμφανές ακόμη και πριν το σύστημα οριστικοποιηθεί πλήρως (Darvas et al, 2023) ήταν ότι οι επενδυτικές δαπάνες που είχαν εγκριθεί από την ΕΕ δεν ευνοούνταν επαρκώς σε σχέση με άλλες δαπάνες. Ενώ η βιωσιμότητα του χρέους πρέπει να παραμείνει ο πρωταρχικός στόχος των δημοσιονομικών κανόνων, δεν θα πρέπει να υπάρχουν ποσοτικά όρια στην ενίσχυση των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από χρέος εντός μιας προκαθορισμένης περιόδου (ας πούμε, επτά ετών), υπό την προϋπόθεση ότι:
- πληρούνται τα κριτήρια των δημόσιων επενδύσεων υψηλής ποιότητας που ορίζονται στο ισχύον δημοσιονομικό πλαίσιο και
- το χρέος παραμένει βιώσιμο στο τέλος της περιόδου. Το τελευταίο θα απαιτεί γενικά προσαρμογή στον μη επενδυτικό προϋπολογισμό κατά την εκτέλεση του επενδυτικού προγράμματος. Ωστόσο, η προσαρμογή που απαιτείται για την κάλυψη ακόμη και ενός μεγάλου επενδυτικού προγράμματος – υπό την προϋπόθεση ότι είναι προσωρινή – είναι περιορισμένη.
2. «Το δεύτερο ελάττωμα έχει καταστεί εμφανές μόνο πιο πρόσφατα. Είναι ότι οι κανόνες επιβάλλουν το ίδιο πρότυπο δημοσιονομικής προσαρμογής – να θέσουν το χρέος σε φθίνουσα πορεία με υψηλή πιθανότητα εντός τεσσάρων έως επτά ετών – ανεξάρτητα από το αν οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι είναι υψηλοί ή χαμηλοί. Η μόνη εξαίρεση είναι για χώρες με χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ, οι οποίες δεν χρειάζεται να θέσουν το χρέος τους σε φθίνουσα πορεία εφόσον προβλέπεται να παραμείνει κάτω από το 60% μεσοπρόθεσμα. Η συνέπεια είναι οι σοβαροί περιορισμοί στις δημοσιονομικές πολιτικές και των δύο χωρών, με χρέη κάτω αλλά κοντά στο 60% του ΑΕΠ, και κοντά αλλά πάνω από το 60% του ΑΕΠ, ακόμη και όταν αυτές οι χώρες μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά μια παρατεταμένη περίοδο αύξησης του χρέους χωρίς σημαντικούς δημοσιονομικούς κινδύνους (επειδή το χρέος τους παραμένει σχετικά χαμηλό και η προσαρμογή που απαιτείται για τη σταθεροποίησή του θα παρέμενε διαχειρίσιμη)».
Μπορεί να υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους κανείς δεν ανησυχούσε για αυτό το χαρακτηριστικό των νέων κανόνων.
Πρώτον, σχετίζεται άμεσα με το Άρθρο 126 της ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το Πρωτόκολλο 12 της Συνθήκης, το οποίο ορίζει τα δημόσια ελλείμματα ως υπερβολικά εάν το χρέος υπερβαίνει την τιμή αναφοράς του 60% του ΑΕΠ, εκτός εάν «πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό».
Δεύτερον, οι χώρες που θα επωφελούνταν από μεγαλύτερη ευελιξία χωρίς να δημιουργούν δημοσιονομικούς κινδύνους – συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και ενδεχομένως της Ολλανδίας – θεώρησαν ότι δεν τη χρειάζονταν. Στη Γερμανία, ένας εθνικός δημοσιονομικός κανόνας επέβαλε ακόμη αυστηρότερους περιορισμούς από τον κανόνα της ΕΕ. Αυτή η κατάσταση έχει πλέον αλλάξει. Ως αποτέλεσμα, οι κανόνες της ΕΕ επιβάλλουν περιορισμούς στην γερμανική πολιτική και ενδεχομένως στις πολιτικές άλλων χωρών κοντά στο όριο του 60% του ΑΕΠ, οι οποίοι είναι αυστηρότεροι από ό,τι είναι καλό για αυτές τις χώρες ή για την ΕΕ συνολικά.
Μια λύση που δίνει περισσότερο δημοσιονομικό χώρο σε χώρες χαμηλού κινδύνου θα μπορούσε να λάβει μία από τις δύο μορφές:
Πρώτον, να οριστούν πολύ μεγαλύτεροι ορίζοντες προσαρμογής για χώρες με χρέος πάνω αλλά κοντά στο 60% του ΑΕΠ και χαμηλούς δημοσιονομικούς κινδύνους. Οι τελευταίοι θα μπορούσαν να εντοπιστούν χρησιμοποιώντας μια μεθοδολογία αξιολόγησης κινδύνου για τα κράτη (όπως το πλαίσιο βιωσιμότητας κινδύνου και χρέους για τα κράτη του ΔΝΤ, ή χρησιμοποιώντας στοιχεία της τρέχουσας μεθοδολογίας της ΕΕ), ίσως υποστηριζόμενη από δείκτες της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλίστρων κινδύνου.
Εναλλακτικά, να αυξηθεί η τιμή αναφοράς χρέους που περιγράφεται στο Πρωτόκολλο 12 της Συνθήκης από 60% σε 90%. Αυτό δεν θα απαιτούσε αλλαγή της Συνθήκης, αλλά θα απαιτούσε ομοφωνία στο Συμβούλιο.
To άρθρο ECOFIN: Στο τραπέζι νέα αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας με απεριόριστη αύξηση των επενδύσεων και μακρύτερο ορίζοντα μείωσης του χρέους δημοσιεύτηκε στο NewsIT .