Οι βιβλιοπροτάσεις του Σαββατοκύριακου

«Το Δέντρο στο Νοσοκομείο με τις Μαριονέτες»: Ένα παράξενο τραγούδι για όσους διαλέγουν το φως…
Μερικές φορές πέφτει στα χέρια σου ένα βιβλίο που δεν μοιάζει με κανένα άλλο, ένα βιβλίο που σε αναγκάζει να κοιτάξεις πιο προσεκτικά όχι μόνο τις ιστορίες των άλλων, αλλά και τις δικές σου σκιές. Βρήκα «Το Δέντρο στο Νοσοκομείο με τις Μαριονέτες» και, χωρίς να το πολυσκεφτώ, ξεκίνησα να το διαβάζω.
Γράφει η Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
Λίγες σελίδες αρκούσαν για να χαθώ σε μια άλλη εποχή, σε μια Βενετία γεμάτη γρίφους και απόηχους μαριονετών, εκεί όπου η ιστορία και η φαντασία χορεύουν χέρι-χέρι πάνω από τη σκοτεινή Ευρώπη του 20ού αιώνα. Από τις πρώτες γραμμές, ο ήρωας –ψηλός σαν δέντρο και με καρδιά που αντηχεί σαν ξύλινο μουσικό όργανο– με τράβηξε σε έναν κόσμο που κανείς δεν εξηγεί, μα όλοι διαισθάνονται. Ένα ανάγνωσμα για τον πόλεμο, το απρόσιτο βάθος της ανθρώπινης φύσης, τα περιθωριοποιημένα, αταίριαστα παιδιά και την παντοδυναμία της μουσικής.
Κάπου στον Βορρά, ένα παράξενο παιδί, το «Δέντρο», λόγω της σωματοδομής του και του κλειστού χαρακτήρα του, έχει φτιάξει μέσα του εναν μυστικό κήπο γεμάτο τραγούδια κι εκεί μέσα μεγαλώνει, προσπαθεί να ενηλικιωθεί δεχόμενος τις ειδικές του χάρες και δεξιότητες. Μέχρι που ξεσπά ο πρώτος Παγκόσμιος…
Ο κύριος Παναγιώτης Κουρούπης, μέσα από τις Εκδόσεις Γκοβόστη, κατάφερε κάτι σπάνιο: να γράψει ένα βιβλίο μαγικού ρεαλισμού που αρνείται να μοιάσει με οποιοδήποτε άλλο. Δεν ακολουθεί συμβάσεις, δεν φλυαρεί, δεν φοβάται να αγγίξει τη μοναξιά, το μυστήριο, τον φόβο της ενηλικίωσης και την τρυφερότητα που συχνά κρύβεται πίσω από το παράξενο. Κι αν κάτι μένει μετά το τέλος κάθε κεφαλαίου, είναι η αίσθηση πως η κάθε μαριονέτα, το κάθε κομμάτι ξύλου, κρύβει μέσα του μια ιστορία που περιμένει τον σωστό άνθρωπο για να την αφηγηθεί.
Άμεσο και ζωντανό, με αμείωτη ένταση. Κάθε παράγραφος ξεφεύγει από τη συνηθισμένη λογοτεχνία κι αγγίζει το ποίημα, το όνειρο, τον παραμυθένιο ψίθυρο της νύχτας.
Ο ήρωας κινείται σαν ξένος ανάμεσα σε ξένους, μα δεν παραιτείται ποτέ από την ελπίδα. Αρνείται να λυγίσει, αγωνίζεται να αντιμετωπίσει κάθε φόβο του. Μαθαίνει την τέχνη του ξύλου, παλεύει με τους δαίμονές του, προσπαθεί να βρει μια θέση σε έναν κόσμο που αλλάζει. Οι μαριονέτες του δεν στέκουν απλώς σε ράφια, αλλά αποκτούν σάρκα, ψυχή και χαρακτήρα μοιάζουν να περιμένουν τη δική τους λύτρωση, μέσα σε ένα τοπίο γεμάτο σκιά και μουσική. Ένας γητευτής ξύλινων ειδώλων. Ο πόλεμος απλώνει τη βαριά σκιά του, μα ο ήρωας διαλέγει να πορεύεται αλλιώς: ακούει τους ήχους της πόλης, διαβάζει τη μουσική που κρύβεται στο ξύλο, παλεύει να φτιάξει ένα σπιτικό από λέξεις, ήχους, μαριονέτες και μνήμες.
Τριγύρω του η φασιστική λαίλαπα, οι διωγμοί των Εβραίων και η Όπερα του Φοίνικα, το πρώτο και τελευταίο Δέντρο της Βενετίας. Καλείται εκεί να δώσει τη μεγάλη μάχη για το Φως, στο πεδίο της τελικής σύγκρουσης του καλού και του κακού.
Όλα κινούνται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, σαν να κοιτάς τον κόσμο μέσα από το τζάμι ενός παλιού κουκλοθεάτρου.
Αυτό που ξεχώρισα περισσότερο είναι η ήρεμη, αθόρυβη δύναμη του ήρωα. Δεν μάχεται όπως οι άλλοι, δεν κραυγάζει ούτε καταφεύγει στη βία. Επιμένει να ζει με μουσική, να βλέπει τον κόσμο σαν μια παρτιτούρα που κάθε νότα της κρύβει μια κρυφή χαρά ή λύπη. Η Βενετία -μα και τα γκέτο της Ευρώπης- φαντάζουν εδώ σαν σκηνικό παραμυθιού αλλά και σαν σύμβολα μιας διαρκούς μάχης ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Κάθε σελίδα αναπνέει έναν ελαφρύ λυρισμό που δε βαραίνει, μα φέρνει έναν σπάνιο συναισθηματικό παλμό.
Μέσα από κάθε απώλεια, κάθε απομάκρυνση, κάθε νέα αρχή, ο ήρωας μεγαλώνει χωρίς να χάνει την παιδικότητά του.
«Το Δέντρο στο Νοσοκομείο με τις Μαριονέτες» δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα. Ακροβατεί μεταξύ ιστορικού μυθιστορήματος και λογοτεχνίας του φανταστικού. Θέλει υπομονή, ανοιχτή καρδιά και λίγη πίστη στη μαγεία της αφήγησης. Αξίζει όμως κάθε του σελίδα, κάθε μικρή παράγραφος που ακουμπά στη μνήμη σαν μελωδία. Πρόκειται για ένα βιβλίο μαγικό, με λυρισμό, φανταστικές εικόνες, προβληματισμούς και διάθεση για φιλοσοφική αναζήτηση. Ένα παραμύθι χρωμάτων και μουσικής. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες -μαριονετίστες, αρτοποιοί, άνθρωποι της διπλανής πόρτας- φωτίζουν με τις δικές τους σκιές το ταξίδι του ήρωα, δίνοντας διαστάσεις σε μια ιστορία που μιλάει τελικά για το πείσμα του να ζούμε με ομορφιά και καλοσύνη σε έναν σκληρό κόσμο.
Τελικά, είναι οι πιο αθόρυβοι ήρωες που κρατούν όρθια τα όνειρα μιας πόλης ή μιας ολόκληρης γενιάς.
Κλείνοντας «Το Δέντρο στο Νοσοκομείο με τις Μαριονέτες», στάθηκα για ώρα χωρίς να ξέρω αν έζησα ένα παραμύθι, ένα ποίημα ή μια μαρτυρία για το σκοτάδι και το φως που κουβαλάμε όλοι μέσα μας. Αναρωτήθηκα: Μήπως, τελικά, το πιο δύσκολο είναι να μην ξεχάσουμε ποτέ πώς είναι να βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια ενός παιδιού;